-
1 спортивный
αθλητικός. спортсмен ο αθλητής-ка η αθλήτρια. споры мн. с.-х. τα σπόρια (ΜΗ.). спорынья (с.-х.микробиол.) η ερυσίβηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > спортивный
-
2 легкоатлет
легкоатлет м о αθλητής στίβου· \легкоатлетка ж η αθλήτρια στίβου* * *м; ж - легкоатлеткаο αθλητής στίβου -
3 легкоатлетка
ж; м - легкоатлетη αθλήτρια στίβου -
4 спортсмен
-
5 спортсменка
ж; м - спортсменη αθλήτρια -
6 фигурист
фигурист м спорт, о αθλητής καλλιτεχνικού πατινάζ* \фигурист χα ж η αθλήτρια καλλιτεχνικού πατινάζ* * *м; ж - фигуристка спорт.ο αθλητής καλλιτεχνικού πατινάζ -
7 фигуристка
ж; м - фигуристη αθλήτρια καλλιτεχνικού πατινάζ -
8 физкультурник
-
9 физкультурница
ж; м - физкультурникη αθλήτρια -
10 спортсменка
спортсмен||каж ἡ ἀθλήτρια. -
11 спорцменка
[σπαρτσμιένκα] ουσ. θ. αθλήτρια -
12 спорцменка
[σπαρτσμιένκα] ουσ θ αθλήτρια
См. также в других словарях:
Βερούλη, Άννα — (Καβάλα 1957 –). Πρωταθλήτρια στίβου. Η Β. υπήρξε η αθλήτρια που συνέβαλε με τις διακρίσεις της στην αναγέννηση του ελληνικού αθλητισμού και στην προσέλκυση περισσότερων γυναικών στα στάδια του στίβου. Μεγάλωσε στην Καβάλα και εντάχθηκε στο… … Dictionary of Greek
Γκρίφιθ-Τζόινερ, Φλόρενς — (Florence Griffith Joyner, Λος Άντζελες 1959 – Καλιφόρνια 1998). Αφροαμερικανίδα αθλήτρια. Μία από τις πιο σημαντικές γυναικείες παρουσίες στην ιστορία των Ολυμπιακών αγώνων, η Γ. Τ. –το δεύτερο επώνυμό της οφείλεται στον σύζυγό της, επίσης… … Dictionary of Greek
κολύμβηση — Σύνολο κινήσεων, που επιτρέπει τη μετακίνηση και την επιλογή κατεύθυνσης μέσα στο νερό, τόσο στην επιφάνεια όσο και σε κατάδυση. Με την καθιέρωση ειδικών στιλ η κ. εξελίχθηκε σε αθλητική δραστηριότητα. Η τεχνική της κ. υποδιαιρείται ανάλογα με τα … Dictionary of Greek
πεταλούδα — I Ακμαίο στάδιο των λεπιδόπτερων. Είναι έντομο με μικρό κεφάλι, αλλά ιδιαίτερα αναπτυγμένο κατά την έννοια του πλάτους τα πλευρικά μάτια είναι σύνθετα, μεγάλα και αποτελούνται από πολυάριθμα ομματίδια ή απλά μάτια (μέχρι 27.000 στη σφίγγα του… … Dictionary of Greek
σκόπευση — Το σύνολο των πράξεων, με τις οποίες ρυθμίζεται ένα πυροβόλο όπλο ή άλλο όργανο εκτόξευσης, ώστε η τροχιά του βλήματος ή του βέλους να φτάνει στο στόχο. Η σ. από θέση εδάφους μπορεί να είναι άμεση, όταν ο στόχος είναι ορατός, και έμμεση όταν δεν… … Dictionary of Greek
τένις — Αθλοπαιδία, στην οποία οι αθλητές χτυπούν, με τη βοήθεια ρακέτας, μια μπάλα. Παίζεται σε ειδικό γήπεδο, το λεγόμενο κορτ. Πρόδρομος του τ. ήταν μια αθλοπαιδία, με μπάλα επίσης, που την έριχναν επάνω από ένα δίχτυ με την παλάμη. Η αθλοπαιδία αυτή… … Dictionary of Greek
φυσιοθεραπεία — Το σύνολο των θεραπευτικών τεχνικών, που βασίζονται στη χρησιμοποίηση βιολογικών και φυσικών παραγόντων. Οι κυριότερες από αυτές είναι: η ραδιοθεραπεία, δηλαδή η χρήση του ραδίου, των ραδιενεργών σωμάτων κ.ά.· η ακτινοθεραπεία, δηλαδή η έκθεση σε … Dictionary of Greek
Βασδέκη, Όλγα — (Βόλος 1973 –). Πρωταθλήτρια στίβου. Μεγάλωσε σε αθλητική οικογένεια, μια και ο μεγαλύτερος αδελφός της ήταν πρωταθλητής του μήκους όταν εκείνη ξεκινούσε την καριέρα της. Γρήγορα όμως φάνηκε το δικό της άστρο και αναδείχθηκε σε μια από τις… … Dictionary of Greek
Θάνου, Κατερίνα — (Αθήνα 1976 –). Αθλήτρια του στίβου και Ολυμπιονίκης. Η Θ. ξεκίνησε τον στίβο στον Εθνικό Γ.Σ. ενώ στη συνέχεια αγωνίστηκε με τα χρώματα του Ολυμπιακού. Σημαντικότερη επιτυχία της είναι το ασημένιο μετάλλιο που κατέκτησε στους Ολυμπιακούς αγώνες… … Dictionary of Greek
Κελεσίδου, Αναστασία — (Αμβούργο 1972 –). Δισκοβόλος και ολυμπιονίκης. Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και έκανε για πρώτη φορά αισθητή την παρουσία της στους Μεσογειακούς αγώνες της Αθήνας, το 1991, όταν κατέλαβε την 9η θέση. Έκτοτε η πορεία της υπήρξε ανοδική. Το 1994 έγινε … Dictionary of Greek
Μπακογιάννη, Νίκη — (Λαμία 1968 –). Αθλήτρια του στίβου και Ολυμπιονίκης. Η άλτρια του ύψους και ασημένια ολυμπιονίκης της Ατλάντα το 1996 στην καριέρα της κατέρριψε 12 φορές το πανελλήνιο ρεκόρ στον ανοιχτό στίβο και άλλες τόσες στον κλειστό στίβο και συνέδεσε το… … Dictionary of Greek